κηποπαράδεισος

κηποπαράδεισος
κηπο-παράδεισος, ,
A garden and orchard in one, PSI8.917.5 (i A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κηποπαράδεισος — κηποπαράδεισος, ὁ (Α) πάπ. λαχανόκηπος και δενδρόκηπος μαζί, περιβόλι …   Dictionary of Greek

  • κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”